- ἐρυσίπτολι
- ἐρυσίπτολιςprotecting the cityvoc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερυσίπτολις — ἐρυσίπτολις, ὁ, ἡ (AM) ο προστάτης τής πόλης αρχ. επίθ. τής Αθηνάς («Ἀθηναίη ἐρυσίπτολι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (II) + πτόλις, επικ. χ. αντί πόλις] … Dictionary of Greek